κἀσαφῆ — ἀσαφῆ , ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσαφῆ , ἀσαφής indistinct masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσαφῆ , ἀσαφής indistinct masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ήξω — (AM ἥξω) (μέλλ. τού ήκω) φρ. «ἡξεις αφήξεις» λέγεται για διφορούμενα και ασαφή πράγματα (α. «πού να τόν καταλάβεις, όλο ήξεις αφήξεις τά λέει» β. «ἥξεις ἀφήξεις οὐ θνήξεις ἐν πολέμῳ» χρησμός με τον οποίο η Πυθία προφήτευε τον θάνατο ή τη διάσωση… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
αιρετικοφανής — αἱρετικοφανής, ὲς (Μ) λέγεται για ασαφή λόγο ή διδασκαλία θεολογική, που δίνει την εντύπωση ότι ταυτίζεται με αιρετική πλάνη, ενώ ουσιαστικά παραμένει μέσα στα όρια τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετικὸς + φανὴς < ἐφάνην,… … Dictionary of Greek
αλλοτριόνους — ἀλλοτριόνους, ουν και νοος, ον (Μ) αυτός που έχει παράξενη ή ασαφή σημασία (διαφορετική ερμηνεία) εκείνος που ανήκει σε διαφορετικό τρόπο σκέψεως, που πιστεύει άλλα, ο αιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλότριος + νοῦς] … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek